ξανακαινουργιώνω

ξανακαινουργιώνω
και ξανακαινουριώνω και ξανακαινουργώνω (Μ ξανακαινουργιώνω και ξανακαινουργώνω)
1. κάνω κάτι εκ νέου καινούργιο, ανακαινίζω
2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση του, αποκαθιστώ
3. (για γνώσεις, σοφία) αξιοποιώ και βελτιώνω
4. εκσυγχρονίζω, βελτιώνω
5. ανανεώνω, αναμορφώνω
νεοελλ.
1. κάνω κάτι πιο έντονο, τονώνω
2. αναπλάθω
3. επαναλαμβάνω
4. ξαναρχίζω, επιχειρώ εκ νέου
5. μέσ. γίνομαι πάλι νέος, ξανανιώνω
6. ανανεώνομαι, αναγεννώμαι
7. μτφ. (ενεργ. και μέσ.) αποκτώ πάλι την προηγούμενη δύναμή μου («χίλιες απού τα μάτια τση φωτιές επεταχτήκα κι εξανακαινουργιώσασι πάραυτας οι καημοί μου», Πανώρ.)
8. κάνω κάτι να αναβιώσει
9. (σχετικά με συμφωνία) συνάπτω εκ νέου
10. (σχετικά με υπόσχεση ή όρκο) διακηρύσσω εκ νέου, επαναλαμβάνω
11. (για την τύχη) προδιαγράφω και πάλι ευτυχές το μέλλον κάποιου, αλλάζω τη μοίρα κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”